κινηθμός

κινηθμός
κινηθμός, ὁ (Α)
κίνηση, ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινη- (πρβλ. ε-κινή-θην, παθ. αόρ. τού κινῶ) + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός, ελκη-θμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κινηθμόν — κῑνηθμόν , κινηθμός motion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”